σάχλας

σάχλας
ο, Ν [σάχλα]
σαχλαμάρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σάχλας — σάχλας, ο και σαχλαμάρας, ο αυτός που κάνει ή λέει σαχλαμάρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαχλός — ή, ό 1. σάχλας. 2. πλαδαρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”